Powered By Blogger

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Η Ασίνη και η Ύδρα, ιστορία δύο αιώνων.


Η Ασίνη του σήμερα, στον 21ου αιώνα.


 Το 2021 που μόλις ξεκίνησε είναι σημαντική χρονιά για τους Έλληνες, κλείνουν 200 χρόνια, από την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Ειδικά για την περιοχή μας, υπάρχουν κάποια στοιχεία που τη συνδέουν, με τους πρώτους αγωνιστές της επανάστασης από την Ύδρα, που εγκαταστάθηκαν επίσημα στην Ασίνη έως το 1828, αλλά και σε επόμενα χρόνια. Αρκετές οικογένειες μέχρι και σήμερα στην Ασίνη, έχουν το ίδιο ακριβώς επίθετο ή με κάποιες παραλλαγές. Υπάρχει στενή σχέση με κάποια οικογένεια, από αυτές που αναφέρει στο παρακάτω άρθρο, ο Ηλίας Μηναίος και τον ευχαριστώ γι' αυτή την δημοσίευση.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΔΡΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ
ΗΛΙΑΣ  ΜΗΝΑΙΟΣ                        


Ένα πρόβλημα που προέκυψε κατά την Ελληνική Επανάσταση ήταν η διανομή της γης και πέρασε στην ιστορία ως το «Πρόβλημα της Γης». Σε ιστορικό έργο του Τάσου Βουρνά1 διαβάζουμε:

«Το πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης στους ακτήμονες μαχητές αγρότες είχε φτάσει σε οξύτατο σημείο τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης (…). Μετά τη νίκη κατά του Δράμαλη οι αγρότες του Μοριά είχαν αναθαρρήσει και άρχισαν και πάλι να κινούνται ζωηρά για την απόκτηση γης. Στο Άστρος (Β΄ Εθνοσυνέλευση 1822) το ζήτημα αντιμετωπίστηκε σύμφωνα με τις θελήσεις των κοτζαμπάσηδων. Έτσι, απέσπασαν ψήφισμα με το οποίο η εθνική γη μπορούσε να εκποιείται «Προς εξασφάλισιν των εξόδων του εθνικού αγώνος.»

«Για να ικανοποιήσουν και τους Υδραίους συνεταίρους τους, οι Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες τους υποσχέθηκαν να τους αποζημιώσουν για τα έξοδα του στόλου με γαίες στην Αργολίδα(εν. επαρχία Άργους) και στη Ναυπλία.»

«Εσημειώθηκαν τότε (…) γεγονότα εκρηκτικά. Οι αγωνιστές έγραψαν σ’ ένα χαρτί τη λέξη «Εκποίηση» και σε ένδειξη διαμαρτυρίας την ντουφέκιζαν με μανία.»

«Μέσα στην Εθνοσυνέλευση, η παράταξη των Φιλικών (…) ζητούσαν επίμονα τη διανομή της γης σε όλους τους αγωνιστές. Ο Κολοκοτρώνης (…) γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Εψήφισαν να εκποιήσουν την γην με σκοπόν να βάλουν ό,τι είχαν εξοδεύσει, όσα ήθελαν και ν’ αποζημιωθούν εις γην και ν’ αφήσουν τον λαόν γυμνόν.»

«Η πάλη αυτή των αγωνιστών μέσα και έξω από την Εθνοσυνέλευση, που οδηγούσε σ’ ένα εκρηκτικό κλίμα, είχε, ως ένα σημείο τα αποτελέσματά της. Παρά το ψήφισμα η απόπειρα αρπαγής των εθνικών γαιών με τη μέθοδο της εκποιήσης ανεστάλη…»

Στις εκλογές της 1ης/13ης Οκτώβρη 1824 οι Υδραίοι μεγαλοκαραβοκύρηδες κερδίζουν ολοκληρωτικά την εξουσία, παραμερίζοντας τους πρώην συνεταίρους τους, Μοραϊτες κοτζαμπάσηδες και θα την κρατήσουν μέχρι την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, της Επιδαύρου (1826), όταν κάτω από το βάρος της πτώσης του Μεσολογγίου, την ξαναμοιράστηκαν μαζί τους. Εν τω μεταξύ όμως, η Υδραίικη κυβέρνηση είχε θέσει σε εφαρμογή τον νόμο περί εκποιήσεων των εθνικών κτημάτων. Με ψήφισμα της Εθνικής Συνέλευσης οι εκποιήσεις αυτές ακυρώνονται. Όμως:

«Το ψήφισμά της, που ακύρωσε τις εκποιήσεις των εθνικών κτημάτων (…) ήταν απλώς δημοκοπικό (…), όπως μαρτυρούν όλοι οι ιστορικοί της ελληνικής γεωργίας.»

Ας δούμε τώρα μέσα από μια διαφορετική ματιά, το ιστορικό έργο του Γ. Ρούσου2, την πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν οι μεγαλοκαραβοκύρηδες και εξηγεί στην ενέργεια αυτή:

«Τριάντα χιλιάδες ναυτικοί «εδούλευαν» την πατρίδα. Άλλωστε, οι πολεμικές υπηρεσίες των δεν έμεναν χωρίς αμοιβή. Από όλους τους αγωνιστάς του επταετούς πολέμου της Ανεξαρτησίας, οι ναυτικοί αυτοί ήταν εκείνοι που επληρώνοντο καλύτερα (…). Όταν όμως τα μιλλιούνια τάλαρα των Υδραίων πλουσίων άρχισαν να σώνονται και συνεπώς να περιορίζεται ο αριθμός των εν δράσει πλοίων, εδημιουργήθη ένα πρόβλημα ανέργων (…) πολεμιστών της θαλάσσης (…). Ο εμφύλιος πόλεμος, που επακολούθησε, μεγάλωσε την ανεργία (…). Πρόβλημα κοινωνικό, όπως θα λέγαμε σήμερα, τεράστιο.»

Με τις φράσεις «Προς εξασφάλισιν των εξόδων του εθνικού αγώνος» και «για τα έξοδα του στόλου» είδαμε να αιτιολογείται ο νόμος περί εκποιήσεων των εθνικών κτημάτων. Όμως μεγάλο μέρος των εξόδων, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η μισθοδοσία των πληρωμάτων που τώρα έμεναν στα λιμάνια «πεινασμένοι και γκρινιάρηδες, άνεργοι και θορυβώδεις»2 με σοβαρό το ενδεχόμενο να τραπούν εις την πειρατεία. Πολύ λογικό λοιπόν το συμπέρασμα ότι με τα κτήματα αυτά τακτοποιήθηκαν οι οφειλές προς τους ναυτικούς. Αυτό εξηγεί την εγκατάσταση στην Ασίνη τόσο πολλών οικογενειών προερχομένων κυρίως από την ΄Υδρα, πιθανώς και από τις Σπέτσες και τα απέναντι παράλια (μεταξύ τους και καταγόμενοι από τον ευρύτερο νησιωτικό και όχι μόνο χώρο, που ενδιάμεσος σταθμός τους υπήρξε κάποια από τις νήσους αυτές), για την οποία μιλάει η τοπική μας παράδοση. Ο αριθμός τους ήταν κατά αναλογία μεγάλος, ώστε η έλευσή τους είχε τη μορφή μαζικού εποικισμού, αλλάζοντας ριζικά την πληθυσμιακή σύνθεση του χωριού. Το γεγονός αυτό και μόνο, του μαζικού εποικισμού, αρκεί για να τεκμηριώσει την ορθότητα του ανωτέρω συμπεράσματος.

Από τα αρχεία της Ύδρας του 1828(3) συνέλεξα τα παρακάτω επώνυμα που τα πλείστα εξακολουθούν να υφίστανται στην Ασίνη, ενώ κάποια άλλα είναι καταγεγραμμένα ή υπάρχει η ανάμνησή τους:

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

ΒΑΡΚΑΣ (στην Ασίνης ΒΡΑΚΑΣ - πιθανός αναγραμματισμός).

ΔΑΜΙΑΝΟΥ (στην Ασίνη αρχικά ΔΑΜΙΑΝΟΥ, επικράτησε το ΔΑΜΙΑΝΟΣ)

ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ (αρχικό επώνυμο ΖΕΡΒΑΣ το οποίο εκράτησαν στην Ασίνη. Από τις ιστορικές φάρες του Σουλίου, κατήλθαν στην Ύδρα με ενδιάμεσο σταθμό τα Κουντούρια Αττικής).

ΚΑΒΕΖΟΣ

ΚΑΡΜΑΝΙΩΛΑΣ (στην Ασίνη κάποιοι Καρμανιωλαίοι επανέφεραν το αρχικό επώνυμό τους ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, άλλοι εξακολούθησαν να φέρουν το ΚΑΡΜΑΝΙΩΛΑΣ).

ΝΤΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ (στην Ασίνη ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ)

ΠΟΥΛΗΣ

ΣΑΜΠΑΖΙΩΤΗΣ (στην Ασίνη ΣΑΜΠΑΡΙΩΤΗΣ)

ΣΤΡΑΤΗΣ

ΤΖΙΡΟΣ (στην Ασίνη αρχικά ΤΖΙΡΟΣ, εξελίχθηκε σε ΤΣΙΡΟΣ)

ΘΕΟΦΙΛΗΣ (πιθανώς από αυτό προέκυψε το ΦΙΛΗΣ που υπάρχει στην Ασίνη)

Μάλιστα, έχω την πληροφορία ότι κάποια από αυτά τα επώνυμα εξακολουθούν να υφίστανται στην Ύδρα.

Τα επώνυμα Βαρκάς (ή Βρακάς) και Καβεζός σχετίζονται σαφώς με το ναυτικό επάγγελμα. Βράκα ως γνωστόν το ναυτικό ένδυμα των νησιωτών, ενώ και το Καβεζός ετυμολογείται από το ιταλικό Kavezza [σχοινί, ψάθινο ή πλεκτό σκεύος χρήσιμο για το ψάρεμα αλλά και φαρδιά πανταλόνια σαν μακριές βράκες4 (για ιστορικούς λόγους, στη μεσογειακή ναυτική ορολογία από το μεσαίωνα είχαν επικρατήσει οι ιταλικοί ναυτικοί όροι)].

Επίσης σε εκλογικούς καταλόγους ετών 1847 και 1867 αναφέρονται Ασιναίοι Πλοίαρχοι:

Ιωάννης Δαμιανού ΔΑΜΙΑΝΟΣ ετών 79 το 1867,

Δαμιανός Ι. ΔΑΜΙΑΝΟΥ ετών 30 το 1847,

Παναγιώτης ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ετών 50 το 1847 και

Νικόλαος Ι. ΧΡΟΝΗΣ ετών 56 το 1867,

που σημαίνει ότι επρόκειτο για οικογένειες με ναυτική παράδοση.

Πρέπει ακόμα να σημειωθούν τα επώνυμα:

ΤΡΙΓΚΑΚΗΣ (Σπυρίδων Τριγκάκης ειδικός πάρεδρος της Ασίνης το 1847, με δαπάνη της οικογένειάς του κτίστηκε ο σημερινός ναός της Παναγίας στο Καστράκι Αρχαίας Ασίνης, εξ ου και η ονομασία «Παναγία Τριγκάκη» που συναντάται στον παλαιό τοπικό Τύπο. Το επώνυμο συναντάται σήμερα στο Πορτοχέλι).

ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ (Ψαριανοί που μετά την καταστροφή των Ψαρών κατέφυγαν στην Ύδρα. Κατά τις ναυτικές επιχειρήσεις αναφέρεται ψαριανός καταδρομέας Κωνσταντίνος Σκανδάλης5. Η Ύδρα ήταν η κυριώτερη ναυτική βάση του Τρινησίου Στόλου, δηλαδή ΄Υδρας, Σπετσών και Ψαρών, που προνομιακά* συγκρότησαν τον ελληνικό στόλο κατά τον Αγώνα/ *«Αἱ τρεῖς νῆσοι ἀναλαβοῦσαι τά ἡνία τοῦ κατά θάλασσαν πολέμου, ἐπεφύλαξαν εἰς ἑαυτούς τό δικαίωμα τῆς συγκροτήσεως τῶν ναυτικών δυνάμεων, παρέχουσαι οὕτω προνομιακῶς εἰς τόν ἀργοῦντα ναυτικόν των πληθυσμόν μέσον βιοπορισμού…»5 )

Με Υδραϊκή καταγωγή φέρονται επίσης οι οικογένειες Χριστοπουλαίων και Τζαβελαίων, με τον κοινό τους πρόγονο όμως να είχε κατέλθει στην Ασίνη σε προγενέστερο χρόνο.



Η Ύδρα κατά τον 19ο αιώνα, από χαλκογραφία του Barclay. 
Ιστορικό αρχείο – Μουσείο της Ύδρας.





Ηλίας Κ. Μηναίος



Βιβλιογραφία

1. Τάσου Βουρνά, «Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», σελ. 142-143, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998.

2. Γεωργίου Ρούσσου «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974», τόμ. Α΄, σελ. 271, εκδ. Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήναι 1975.

3. Κωνσταντίνος Δ. Κουκουδάκης, "Ὕδρα 1828 - Ἀπογραφὴ τῆς 20ης Ἰουνίου 1828", http://www.youtube.com/user/hydraki.

4. Λεξικά: Ιταλογραικικό του 1792 και Ιταλικό του 1832

5. Τρύφ. Π. Κωνσταντινίδου, Πλοιάρχου Π. Ν., «Καράβια Καπετάνιοι & Συντροφοναύται 1800-1830», έκδ. Ιστορικής Υπηρεσίας Π. Ν., Αθήναι 1954.